- προτροπάδην
- προ - τροπάδην: adv., in headlong flight, Il. 16.304†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
προτροπάδην — turned forwards indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτροπάδην — ΝΑ, και δωρ. τ. προτροπάδαν Α επίρρ. (για άνθρωπο ή ζώο που φεύγει) δρομέως, τάχιστα, χωρίς να βλέπει προς τα πίσω, κν. στα τέσσερα (α. «έφυγε προτροπάδην» β. «προτροπάδην φοβέοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προ τροπ τού προ τρέπω (πρβλ. προ… … Dictionary of Greek
προτροπάδαν — προτροπάδᾱν , προτροπάδην turned forwards doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)